Three Equal Columns

Column 1

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ:

Έχεις σωθεί;

Column 3

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗ ΣΕΙΡΑ:

""Ήσαν δε προσκαρτερούντες..."

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Κρίνω - κατακρίνω - διακρίνω: Οι διαφορετικές σημασίες και χρήσεις τους στην Καινή Διαθήκη

"Mη κρίνετε για να μη κριθείτε", μας λέει ο Λόγος του Θεού στο Ματθαίος 7:1, αλλά εξετάζοντας τα συμφραζόμενα, το κύριο θέμα που θίγει εδώ ο Ιησούς είναι η υποκρισία. Και λίγο παρακάτω, στο εδ. 6, συνεχίζει: "Mη δώσετε το άγιο στα σκυλιά· ούτε να ρίξετε τα μαργαριτάρια σας μπροστά στα γουρούνια, μήπως και τα καταπατήσουν με τα πόδια τους, και, αφού στραφούν, σας καταξεσχίσουν". Μα πώς θα διακρίνουμε ποια είναι τα "σκυλάκια" και τα "γουρουνάκια", για να μη τους ρίξουμε το άγιο και τα μαργαριτάρια;

"Mη κρίνετε επιφανειακά, αλλά τη δίκαιη κρίση να κρίνετε" (Ιωάννης 7:24). Μη κρίνετε, αλλά να κρίνετε... Τι γίνεται εδώ;

Κρίνω - κατακρίνω - διακρίνω - κρίση - κατάκριση - διάκριση. Λέξεις που μας μπερδεύουν, που μας "ταλαιπωρούν" και, όχι σπάνια, γίνονται αφορμή για αυθαίρετη χρήση, επικίνδυνες παρερμηνείες και τελικά λαθεμένες διδασκαλίες, που μπορεί να έχουν σοβαρές επιπτώσεις στην οικοδομή και την ανάπτυξη του Σώματος του Χριστού.

Καθώς η ίδια λέξη μπορεί να έχει διαφορετική σημασία από εδάφιο σε εδάφιο, θα επιχειρήσουμε με τη βοήθεια λεξικών να φωτίσουμε κάπως το θέμα, ελπίζοντας να συμβάλουμε στην ενημέρωση και κατάρτιση των μελετητών του Θείου Λόγου και ευχαριστώντας τον Θεό που μας χάρισε αυτό το πολύτιμο δώρο της ευκολότερης πρόσβασης στο πρωτότυπο ελληνικό κείμενο (κάτι που συνεπάγεται και μεγαλύτερες ευθύνες!).

- κρίνω (ενεργητικό ρήμα)
σύμφωνα με το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής:

1. χωρίζω, διακρίνω, αποχωρίζω, θέτω κατά μέρος
2. υποβάλλω σε ανάκριση, εξετάζω, υποβάλλω σε κρίση, κατηγορώ, δικάζω, καταδικάζω
3. διαλέγω, εκλέγω
4. κρίνω προκειμένου για κάποιον ή για κάτι|κρίνω, εκφέρω κρίση ή απόφαση, εκφέρω διαιτητική απόφαση για φιλονικία, δίκη, αγώνα
5. εξηγώ, ερμηνεύω κατά ένα ιδιαίτερο τρόπο
6. αποφασίζω ή αποφαίνομαι ότι, θεωρώ ότι ..., αποφασίζω υπέρ κπ., προτιμώ, προκρίνω

Οι διαφορετικές σημασίες του "κρίνω" στην Καινή Διαθήκη σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

1. αποφασίζω, διατάσσω, ορίζω: Πράξεις 16:4, Ρωμ. 14:13, Α' Κορ. 7:37, Β' Κορ. 2:1, Α' Κορ. 2:2, Τίτ. 3:12.
2. αποφασίζω, γνωματεύω, κρίνω, φέρω κρίση
α) κρίνω πρόσωπα ή πράγματα: Ιωάν. 7:24, 8:15, Ρωμ. 3:7, Α' Κορ.4:5, 5:12.
β) εκφέρω γνώμη δυσμενή για κάποιον, κατακρίνω: Ματθ. 7:1, Λουκ. 6:37, Ρωμ. 2:1,3, 14:3.
γ) (κατα)δικάζω: Ιωάν. 7:51, 18:31, Πράξ. 23:3, 24:6.
δ) μεταφορικά περί του δικαστικού αξιώματος του Θεού: Ιωάν. 8:50, Α' Πέτ. 2:23 -  περί του δικαστικού αξιώματος του Χριστού: 5:30, Αποκ. 19:11 - περί του δικαστικού αξιώματος των αποστόλων: Ματθ. 19:28, Α' Κορ. 6:2,3.
3. είμαι της ιδέας, φρονώ, νομίζω: Β' Κορ. 5:14, Πράξ. 16:15, 15:19, 13:46, 26:8, Ρωμ. 14:5.
4. (μέση φωνή) δικάζομαι: Ματθ. 5:40, Α' Κορ. 6:1,6.
5. (παθητική φωνή) κρίνομαι δικαστικώς, βρίσκομαι σε δικαστική εξέταση: Πράξ. 25:10, Ρωμ. 3:4, Πράξ. 23:6, 24:21, 26:6, 25:9.

- κρίσις (ουσιαστικό)
σύμφωνα με το Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής:

Α. 1. κρίση, γνώμη, εκτίμηση, αποτίμηση - 2. εκλογή, επιλογή, προτίμηση
Β. 1. δίκη, κρίση δικαστηρίου, δικαστική απόφαση - 2. δοκιμή δεξιότητας ή δύναμης, άμιλλα, αγώνας - 3. έριδα, φιλονικία, λογομαχία
Γ. η έκβαση, το αποτέλεσμα, η λύση ενός πράγματος, μιας υπόθεσης ή ενός γεγονότος
(Δ. απότομη και οξεία εμφάνιση συμπτωμάτων μιας νόσου)

Οι διαφορετικές σημασίες της λέξης στην Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

1. Ο χωρισμός, ο διαχωρισμός, το κρίνειν.
α) η γνωμοδότηση : Ιωάν. 7:24, Α' Τιμ. 5:24.
β) η δικαστική απόφαση και η συνυπονοούμενη τιμωρία: Πράξ. 8:33, Ιακ. 2:13, Β' Πέτ. 2:11, Αποκ. 16:7, 19:2 - η μέλλουσα κρίση και τιμωρία: Ματθ. 23:33, Μάρκ. 3:29, Ιωάν. 5:29, Ιωάν. 3:19, 16:8,11.
2. Το δικαστήριο, η δικαστική ενέργεια: Ματθ. 10:15, 11:22,24, Β' Θεσ. 1:5, Εβρ. 9:27, Ιούδα εδ. 15, Αποκ. 14:7, Ιωάν. 5:22,27.
3. κριτής, κριτήριο: Ματθ. 5:21,22.
4. το δίκαιο, η δικαιοσύνη: Ματθ. 12:18, 23:23, Λουκ. 11:42.

- κατακρίνω
Οι διαφορετικές σημασίες της λέξης στην Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

1. καταδικάζω (κυριολεκτικά): Ματθ. 20:18, 27:3, Μάρκ. 10:33, 14:64, Ιωάν. 8:10,11, Ρωμ. 2:1, 8:3, 8:34, 14:23, Α' Κορ. 11:32, Β' Πέτ. 2:6.
2. καταδικάζω (μεταφορικά): Ματθ. 12:41,42, Λουκ. 11:31,32, Εβρ. 11:7.

- κατάκρισις
Η σημασία της λέξης στην Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

η καταδίκαση, η καταδίκη: Β' Κορ. 3:9, 7:3.

- διακρίνω
Οι διαφορετικές σημασίες της λέξης στην Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

1. διαχωρίζω
α) κάνω διάκριση: Πράξ. 15:9.
β) γνωματεύω, κρίνω: Ματθ. 26:3, Α' Κορ. 14:29, 11:31.
γ) εξομαλύνω έριδα, κρίνω, δικάζω: Α' Κορ. 6:5.
δ) κάνω διάκριση για χάρη κάποιου, προτιμώ: Α' Κορ. 4:7, 11:29.

2. (παθητ. και μέσο) χωρίζομαι, αποχωρίζομαι, απομακρύνομαι
α) ερίζω, φιλονεικώ: Πράξ. 11:2, Ιούδα εδ. 9.
β) αμφιβάλλω: Ματθ. 11:21, Μάρκ. 11:23, Πράξ. 10:20, 11:12, Ρωμ. 4:20, 14:23, Ιακ. 1:6, 2:4.

- διάκρισις
Η σημασία της λέξης στην Καινή Διαθήκη, σύμφωνα με το Λεξικό Σ. Ευστρατιάδη:

ο χωρισμός, η διαστολή κάποιου από κάτι: Ρωμ. 14:1, Α' Κορ. 12:10, Εβρ. 5:14.

ΛΖΡΣ

Διαβάστε σχετικά:

Πώς να ερμηνεύουμε τον λόγο του Θεού

Εγώ, το Πνεύμα και η Γραφή

1 σχόλιο:

  1. Ανώνυμος25/6/24, 4:39 μ.μ.

    Κάποιες πρόσθετες παρατηρήσεις στο, χρησιμότατο, "κρίνω - διακρίνω - κατακρίνω":
    1. Ετυμολογικά (λεξικό τού Χόφμαν) η ρίζα *qer, από την οποία προέρχεται η έννοια "κρίνω" (μαζί με τα παράγωγά της), έχει τη σημασία τού "κόβω". Η ετυμολογία, είναι γενικά, εξαιρετικά χρήσιμη, διότι μας ανάγει στην αρχέγονη και βαθύτερη σημασία των λέξεων.
    2. "Κρίμα" και "κατάκριμα": ενώ η "κρίσις" και η "κατάκρισις" δηλώνουν τη διαδικασία, αυτές οι δύο έννοιες δηλώνουν το αποτέλεσμα τής διαδικασίας. Το "κρίμα" χρησιμοποιεί 26 φορές, ενώ το "κατάκριμα" (=τελική καταδικαστική απόφαση) 3 φορές. Ενδεικτικά: το "ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν Χριστώ Ιησού" στο Ρωμ.8:1 (υπόψη ότι το προστιθέμενο δεύτερο μέρος τού εδαφίου σε πολλές μεταφράσεις "μη κατά σάρκα περιπατούσιν κλπ" είναι, τουλάχιστον, αμφισβητούμενο, καθώς δεν υπάρχει στους πιο αξιόπιστους κώδικες) σημαίνει "δεν υπάρχει καμία τελική απόφαση καταδίκης", ενώ "κρίσις" και "κατάκρισις" είναι δυνατόν να υπάρχει σους εν Χριστώ Ιησού.
    3. Υπάρχει, τέλος, και η πολύ σημαντική χρήση τού παραγώγου ρήματος "ανακρίνω", ιδιαιτέρως στην Α'.Κορ. όπου χρησιμοποιείται 10 φορές, με τη βασική σημασία "διερευνώ, εξετάζω, υποβάλλω σε κρίση". Απλώς, υπενθυμίζω το "ο πνευματικός ανακρίνει πάντα, αυτός δε υπό ουδενός ανακρίνεται" (Α'.Κορ.2:15)...

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Σχόλια με προσβλητικό ή υβριστικό περιεχόμενο δεν θα δημοσιεύονται.